ξενοδουλεύω

ξενοδουλεύω
1. δουλεύω ως υπάλληλος ή εργάτης άλλου
2. εργάζομαι με ημερομίσθιο, ιδίως σε περιστασιακές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δουλεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξενοδουλεύω — βλ. πίν. 17 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξενοδουλεύω — ξενοδούλεψα 1. εργάζομαι ως εργάτης ή υπάλληλος. 2. εργάζομαι ως βοηθός ή υπηρέτης σε κάποιον: Ξενοδουλεύει για να ζήσει τα παιδιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξενοδουλευτής — ο, θηλ. ξενοδουλεύτρα [ξενοδουλεύω] 1. αυτός που ξενοδουλεύει, που ζει από την εργασία του σε ξένους εργοδότες 2. το θηλ. γυναίκα που προσφέρει με αμοιβή την εργασία της σε ξένα σπίτια, παραδουλεύτρα …   Dictionary of Greek

  • ξενοδούλι — το εργασία σε ξένους εργοδότες. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξενοδουλεύω (πρβλ. μεροδούλι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”